- αυτοτοκος
- αὐτότοκοςαὐτό-τοκος2вместе с утробным плодом Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτότοκος — αὐτότοκος, ον (Α) (για θηλ. ζώο) μαζί με τα έμβρυα που πρόκειται να γεννήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρτίτοκος, επίτοκος)] … Dictionary of Greek
αὐτότοκον — αὐτότοκος young and all masc/fem acc sg αὐτότοκος young and all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτόκων — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοτόκῳ — αὐτότοκος young and all masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek